βάλτωμα

βάλτωμα
το [βαλτώνω]
ελώδης περιοχή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Τσέχοφ, Άντον Πάβλοβιτς — (Τανγκανρόγκ 1860 – Μπαντενβάιλερ, Γερμανία 1904). Ρώσος διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γιος μικρεμπόρου και εγγονός πρώην δουλοπάροικου, πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο και στο γυμνάσιο της γενέτειράς του.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”